Ο «σκληρός» του Δικεφάλου του Βορρά μιλάει για τα δύσκολα παιδικά του χρόνια, τις κακές σχέσεις του με τους προπονητές, για την μπουνιά στον Ντιόγο, για τους Ζαγοράκη, Βρύζα και Μπερέτα και εκτιμά ότι η ομάδα του είναι έτοιμη για τον τίτλο
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΔΡΑΓΩΓΙΑΣ
Ο ΠΑΜΠΛΟΓΚΑΡΣΙΑαπό πιτσιρικάς ήταν υποχρεωμένος να αγωνίζεται για την επιβίωση. Αριστερός σαν τον πατέρα του, έναν παραδοσιακό κομμουνιστή που είχε σταθεί όρθιος έπειτα από 13 χρόνια εξορίας, ο Παμπλίτο δεν πέρασε ξένοιαστα παιδικά χρόνια. Υποχρεώθηκε να δουλεύει σε
φούρνο για να συνδράμει στον οικογενειακό προϋπολογισμό και το βράδυ κατάκοπος επέστρεφε στη μητέρα του
Κριστίνα, το μοναδικό πρόσωπο που εμπιστευόταν τυφλά. Εκείνη τον μύησε στα αριστερά κινήματα, τον ώθησε να ταυτιστεί με τον Χοσέ Γκερβάσιο Αρτίγκα, τον απελευθερωτή της Ουρουγουάης από τους Ισπανούς. Και φεύγοντας για την Ισπανία στα 20 χρόνια τουτού χάραξε το όνομά της
στο κορμί του για να την κουβαλάει πάντοτε μαζί του. O Γκαρσία εκτός γηπέδου είναι άλλος άνθρωπος. Ενας πατέρας που λατρεύει τα βλαστάρια του Μπενχαμίν, Λούνα και Ελίας. Για εκείνους, τη γυναίκα του, την αδερφή του και τον πατέρα του ο Πάμπλο Γκαρσία είναι ο θεός τους. Για τους οπαδούς του ΠΑΟΚ, ο επαναστάτης που πάντοτε ονειρεύονταν να απολαμβάνουν στην Τούμπα.
- Πολλά έχουν γραφεί για τα δύσκολα παιδικά χρόνια που έζησες. Πώς ήταν τότε η ζωή στην Ουρουγουάη;
«Η ζωή δεν ήταν εύκολη. Από μικροί πάντοτε τρέχαμε πίσω από μια μπάλα. Και σίγουρα δεν χρειαζόμουν λεφτά για αυτό. Το όνειρό μου ήταν να παίξω στην πρωτεύουσα, στο Μοντεβιδέο. Και έτσι ξεκίνησαν όλα. Με τη βοήθεια του πατέρα μου, που ήταν πολύ σημαντική. Η οικογένεια είναι πάνω από όλα. Ολοι έχουμε δύσκολες και καλές στιγμές. Και αυτή που θα είναι πάντοτε δίπλα σου θα είναι η οικογένεια. Εγώ έπαιζα στο Μοντεβιδέο, την επόμενη χρονιά ήμουν ήδη στην Εθνική των “κάτω των 20”, έπαιξα στα προκριματικά των Ολυμπιακών Αγώνων και ήμουν βασικός μεσοεπιθετικός. Κάναμε πάρα πολύ καλή εμφάνιση στο Παγκόσμιο στη Μαλαισία και από εκεί 20 χρόνων με βρήκε η Αθλέτικο Μαδρίτης που μου πρότεινε συμβόλαιο. Εκεί όλα ήταν δύσκολα. Επρεπε να αρχίσω από το μηδέν. Εγώ είχα την τύχη να βρίσκεται δίπλα η γυναίκα μου. Και οι δυο μαζί το πολεμήσαμε ενώ αρχικά έκανα τη σκέψη να φύγω».
- Είχες ανέκαθεν τη φήμη του σκληρού παίκτη.Στην εξωγηπεδική ζωή σου πώς είσαι;
«Ηρεμος. Οικογενειάρχης. Το μόνο που με ενδιαφέρει είναι να είμαι με την οικογένειά μου και τους φίλους μου. Κάτι όμως που δεν θα ανεχθώ με τίποτα είναι η αδικία. Δεν τη χωνεύω».
- Επειτα από μια σημαντική καριέρα σε Ισπανία και Ιταλία πώς πήρες την απόφαση να έρθεις στην Ελλάδα;
«Εγώ ζούσα δέκα χρόνια στην Ισπανία. Πέρασα και από την Ιταλία για δύο χρόνια και είχα κουραστεί. Ηθελα να αλλάξω τον αέρα μου. Τότε ήρθε η πρόταση του ΠΑΟΚ. Μίλησα με τον φίλο μου Χόρχε Μπάριος που έπαιζε παλαιότερα στον Ολυμπιακό, μου τηλεφώνησε και ο Πάμπλο Κοντρέρας που ήταν στην ομάδα και μου εξήγησαν πώς ήταν η ζωή στην Ελλάδα. Το συζήτησα με την οικογένεια και δεν το σκεφτήκαμε ούτε λεπτό. Φτιάξαμε τις βαλίτσες και ήρθαμε».
- Ερχεσαι και βλέπεις αυτό το πλήθος στο αεροδρόμιο.Το περίμενες; «Ποτέ δεν θα φανταζόμουν ότι θα με περίμεναν όλοι αυτοί οι άνθρωποι. Αυτά τα δύο χρόνια όλος αυτός ο λαός με έκανε να αισθανθώ ότι είμαι σημαντικός. Και γι΄ αυτό κάθε φορά που μπαίνω στο γήπεδο προσπαθώ να δώσω τα πάντα για να ανταποδώσω αυτήν την αγάπη».
- Αυτή η σχέση συνετέλεσε στην απόφαση να συνεχίσεις την καριέρα σου στον ΠΑΟΚ;
«Ηταν πολύ σημαντικό αυτό για να πάρω την απόφαση. Εγώ είχα έρθει για δύο χρόνια. Την πρώτη χρονιά δεν ήμουν σε καλή κατάσταση. Η χρονιά που πέρασε και αυτή που έρχεται με έχει κάνει να αισθάνομαι καλά και να είμαι ανεβασμένος. Εκεί που σκεφτόμουν να αποχωρήσω από το ποδόσφαιρο, τώρα αισθάνομαι πιο νέος». - Σκέφτεσαι να τελειώσεις την καριέρα σου στον ΠΑΟΚ;
«Είμαι άνθρωπος που δεν μού αρέσει να μιλάω για το μέλλον γιατί σήμερα εί σαι και αύριο δεν είσαι. Εχω στο μυαλό μου να μπορέσω κάποια στιγμή να παίξω στη Νασιονάλ του Μοντεβιδέο. Σήμερα, όμως, βρίσκομαι εδώ. Και όσο παίζω εδώ, θα βρίσκομαι με το μαχαίρι στο στόμα».
- Αγωνιστικά υπήρξαν στιγμές που τις αντιμετώπισες δυσάρεστα, όπως για παράδειγμα στον αγώνα με τον Ολυμπιακό την πρώτη χρονιά, με την μπουνιά στον Ντιόγκο. Υπάρχουν πράγματα για τα οποία έχεις μετανιώσει;
«Οχι, ποτέ. Ξέρω ότι κάποια πράγματα που έχω κάνει δεν θεωρούνται ιδανικά και παράδειγμα για τα παιδιά. Αλλά δεν είμαι εγώ αυτός που πρέπει να διδάξω στα παιδιά ποιο είναι το σωστό. Για αυτήν τη δουλειά υπάρχουν οι γονείς. Εγώ είμαι ποδοσφαιριστής που πρέπει να μπω μέσα στο γήπεδο για να νικήσω».
- Ο ΠΑΟΚ είναι σε θέση εφέτος να πάρει το πρωτάθλημα;
«Αυτό που μπορώ να πω είναι ότι έχουμε την όρεξη και τον τρόπο να το πάρουμε. Ξέρουμε ότι είναι δύσκολο. Οι ομάδες έρχονται στο γήπεδό μας και κλείνονται πίσω. Αλλά τα όνειρα και τη θέληση να κατακτήσουμε τον τίτλο τα έχουμε και δουλεύουμε για αυτό». - Είναι πιο βελτιωμένος ο ΠΑΟΚ σε σχέση με πέρυσι;
«Εχουμε βελτιωθεί, είναι αλήθεια αυτό. Υπάρχει η βάση στην ομάδα και γνωριζόμαστε όλοι. Είναι σημαντικό επίσης ότι τα παιδιά που έχουν έρθει στην ομάδα προσαρμόστηκαν γρήγορα. Τώρα μπορώ να πω ότι είμαστε μια ομάδα με όλη τη σημασία της λέξης. Αν παλέψουμε ώμο με ώμο με κάποια ομάδα, μπορεί να μας κερδίσει. Αλλά για να συμβεί αυτό θα πρέπει να ιδρώσουν, να φτύσουν αίμα».
- Πολλοί θεωρούν ότι στην Τουρκία απέναντι στη Φενέρμπαχτσε έπαιξες το καλύτερο παιχνίδι σου με τον ΠΑΟΚ. Εσύ τι λες;
«Εχω παίξει σε γήπεδα με μεγάλη ανταγωνιστικότητα και πολύ δύσκολη ατμόσφαιρα, αλλά πιστεύω ότι όχι μόνο εγώ αλλά ολόκληρη ομάδα αισθανόταν καλά από το πρώτο λεπτό και ξέραμε από την αρχή ότι θα ήταν ένα σκληρό παιχνίδι. Ολοι γνωρίζαμε ότι πίσω από αυτό υπήρχε μια ιστορία. Και όλη αυτή η ιστορία μάς έκανε να κυνηγάμε κάθε μπαλιά μέχρι θανάτου. Κάποια στιγμή ακούγαμε 3.000 οπαδούς του ΠΑΟΚ περισσότερο από όλους τους άλλους που βρίσκονταν εκεί. Για εμάς ήταν σημαντικό».
- Οι σχέσεις σου με τους προπονητές σου πώς ήταν;
«Σε όλη την καριέρα μου ποτέ δεν είχα καλές σχέσεις με τους προπονητές! Μπορεί να είχα με δύο- τρεις. Μη ρωτάς γιατί. Δεν γνωρίζω ούτε και εγώ την απάντηση».
- Με τον Σάντος φαινόταν να υπάρχει μια φόρμουλα επικοινωνίας...
«Αυτό που με έκανε να αισθανθώ καλύτερα με τον Σάντος ήταν ο τρόπος δουλειάς του. Σε άφηνε ελεύθερο να παίξεις. Χωρίς τόσα βίντεο, πολλές ομιλίες. Για μένα το ποδόσφαιρο είναι να μιλάς όσο λιγότερο γίνεται, να δουλεύεις περισσότερο και να μπαίνεις στο γήπεδο να νικήσεις».
- Με τον Μπερέτα τι πρόβλημα είχες; «Εγώ ποτέ δεν είχα κανένα πρόβλημα με τον Μπερέτα. Δεν είχα καμία σύγκρουση μαζί του, ποτέ. Ακουσα κάποια πράγματα σε ένα φιλικό που δεν είχα παίξει επειδή ήμουν, λέει, ζαλισμένος. Εγώ ποτέ στην καριέρα μου δεν ζητούσα να παίζω. Αυτό που έχω ζητήσει πάντα ήταν σεβασμός. Πήγα κατευθείαν στον πρόεδρο και του εξήγησα τι είχε συμβεί. Και όπως έχω πει από το να έρθω να δημιουργήσω προβλήματα στους ανθρώπους που μου έχουν φερθεί πολύ καλά, προτιμώ να φτιάξω τις βαλίτσες μου και να φύγω».
«Ο Δερμιτζάκης έχει όραμα για την ομάδα»
- Τον νέο προπονητή του ΠΑΟΚ, τον Παύλο Δερμιτζάκη, πώς τον κρίνεις; Πιστεύεις ότι συνεχίζει το έργο του Σάντος;
«Ο νέος προπονητής έχει έρθει με πάρα πολλή όρεξη, διάθεση και όραμα για την ομάδα. Είναι ένας νέος άνθρωπος με φιλοδοξίες, ανέλαβε την ομάδα σε δύσκολη στιγμή χωρίς να την έχει δουλέψει στην προετοιμασία. Δε θα έλεγα ότι είναι συνέχεια του Σάντος. Κάθε προπονητής έχει τη δική του φιλοσοφία. Μας είχαν πει το ίδιο και για τον Μπερέτα, ότι θα έρθει καινούργιος προπονητής που θα συνεχίσει τη δουλειά του Σάντος, και όλα έγιναν... ανάποδα. Το πιο σημαντικό για τον Δερμιτζάκη είναι ότι έχει όρεξη και θέληση να κάνει καλά πράγματα».
- Με ποιους από τους συμπαίκτες σου έχεις καλύτερη σχέση;
«Είναι φυσιολογικό να έχω με τους Λατινοαμερικανούς λόγω γλώσσας. Αλλά μέσα στην ομάδα έχουμε μια καλή σχέση με τα παιδιά. Και έχουμε δημιουργήσει άριστο κλίμα. Κάποιοι από αυτούς απέκτησαν θάρρος και με φωνάζουν... παππού. Ως τώρα που μιλάμε δεν έχει δημιουργηθεί το παραμικρό».
- Οι σχέσεις σου με τον Ζαγοράκη πώς είναι; «Εξαιρετικές. Ο Ζαγοράκης είναι άνθρωπος του ποδοσφαίρου, ξέρει πώς σκεφτόμαστε οι ποδοσφαιριστές, τι έχουμε στο μυαλό μας και πιστεύω ότι αυτό τα κάνει πιο εύκολα όλα».
- Πώς κρίνεις την αποχώρηση του Ζήση Βρύζα;
«Με τον Βρύζα είχα επίσης άριστες σχέσεις. Ηταν ο άνθρωπος που με έφερε στην ομάδα. Εφυγε μια μέρα απότομα, κάθε επιλογή είναι σεβαστή.
Εγώ όπως και οι υπόλοιποι ξέρουμε ότι έφυγε χωρίς να μας πουν τίποτε άλλο».